ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ
ΜΗΤΡ.ΛΑΡΙΣΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

ΜΗΤΡ.ΛΑΡΙΣΗΣ ΘΕΟΛΟΓΟΣ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΑΡΙΣΗΣ κ.κ.ΘΕΟΛΟΓΟΣ
(1918 – 1996)

 

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κ.Θεολόγος, κατά κόσμο Νικόλαος Πασχαλίδης, γεννήθηκε στην Οδησσό της Ουκρανίας τη Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 1918.
Εκοιμήθη στη Λάρισα 31 Ιουλίου 1996.
Την Τρίτη στις 11 Ιουλίου 1950 έγινε κουρά του σε μοναχό στην Ιερά Μονή Πετράκη λαμβάνοντας το όνομα Θεολόγος.
Το Σάββατο στις 15 Ιουλίου 1950 χειροτονήθηκε διάκονος στην Ιερά Μονή Πετράκη από τον Επίσκοπο Πατάρων Μελέτιο.
Τον Ιούλιο του 1952 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και μετέπειτα χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης από τον Μητροπολίτη Λήμνου Διονύσιο, τον οποίο ακολούθησε στη Λήμνο για οκτώ χρόνια (1952-1960) και κατόπιν για άλλα οκτώ χρόνια (1960-1968) στα Τρίκαλα Θεσσαλίας.
Μητροπολίτης Λαρίσης Χειροτονήθηκε, στις 30 Ιουνίου 1968, από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο.

 

Ο μακαριστός Μητροπολίτης Λαρίσης και Τυρνάβου κ.Θεολόγος, κατά κόσμο Νικόλαος Πασχαλίδης, γεννήθηκε στην Οδησσό της Ουκρανίας τη Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 1918.
Τον Αύγουστο του 1918, εξαιτίας της Ρωσικής Επαναστάσεως του 1917, εισέβαλαν στο σπίτι με σκοπό να σφετερισθούν τα λιγοστά υπάρχοντά τους. Σώθηκαν ως εκ θαύματος, γιατί λιποθύμησε η μητέρα που κρατούσε στην αγκαλιά της τον μικρό Νικόλαο και ο οποίος, τρομάζοντας, άρχισε να κλαίει δυνατά και έτσι οι εισβολείς φοβήθηκαν και αναγκάστηκαν να φύγουν. Μετά το γεγονός αυτό ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, στο ορεινό χωριό Νικιά της Νισύρου Δωδεκανήσου.
Το 1934 μετακομίζει στην Αθήνα όλη η οικογένεια. Εκεί εργαζόταν σε μάνδρα με οικοδομικά υλικά και το βράδυ φοιτούσε σε νυκτερινό σχολείο ενώ πνευματικά στηριζόταν από τη Χριστιανική Κίνηση Νέων του αειμνήστου π. Αγγέλου Νησιώτη.
Το 1942 μετά από πολλές περιπέτειες έπιασε δουλειά σ’ ένα βιβλιοπωλείο ξενόγλωσσων κι επιστημονικών βιβλίων. Όταν ο περάτωσε τις γυμνασιακές του σπουδές γράφτηκε στη Νομική Σχολή.
Αργότερα, όταν ήταν στο τρίτο έτος της Νομικής, εγκατέλειψε τη Νομική Σχολή Αθηνών και γράφτηκε αμέσως στη Θεολογία, που ήταν το κρυφό όνειρό του, η μεγάλη χαρά της ζωής του.
Ως φοιτητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών υπήρξε μέλος της Χριστιανικής Φοιτητικής Ενώσεως και για κάποια χρόνια γραμματέας της.Στη συνέχεια κάτω από τη σοφή καθοδήγηση έμπειρου πνευματικού, του αειμνήστου π. Χριστοφόρου Παπουτσοπούλου ο οποίος και τον βοήθησε να ολοκληρώσει την επιθυμία του και να γίνει κληρικός.
Την Τρίτη στις 11 Ιουλίου 1950 έγινε κουρά του σε μοναχό στην Ιερά Μονή Πετράκη λαμβάνοντας το όνομα Θεολόγος.
Το Σάββατο στις 15 Ιουλίου 1950 χειροτονήθηκε διάκονος στην Ιερά Μονή Πετράκη από τον Επίσκοπο του Μικρασιατικού Ελληνισμού, τον Πατάρων Μελέτιο, «τον πρύτανη της συγχρόνου ορθοδόξου Ιεραρχίας».
Τον Ιούλιο του 1952 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και μετέπειτα χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης από τον Μητροπολίτη Λήμνου Διονύσιο, τον οποίο ακολούθησε στη Λήμνο για οκτώ χρόνια (1952-1960) και κατόπιν για άλλα οκτώ χρόνια (1960-1968) στα Τρίκαλα Θεσσαλίας. Πολλά διδάχθηκε και πολύ ωφελήθηκε ο μ.Θεολόγος από το οξύ, οργανωτικό και πατερικό πνεύμα του Διονυσίου. Στο επιτραχήλιό του βρίσκουν ανακούφιση πολλές ψυχές. Τις ελκύει η γλυκιά του μορφή, η ανεπιτήδευτη αγάπη και καλοσύνη του. Και πιο πολύ τους νέους. Στο πρόσωπό του βλέπουν όλοι τον απλό και άδολο άνθρωπο του Θεού, τον στοργικό πνευματικό πατέρα. Τις αδιαμφισβήτητες αυτές αρετές του μ.Θεολόγου αναγνωρίζει και ο παραιτηθείς τότε Μητροπολίτης Λαρίσης, Ιάκωβος Σχίζας. Γι’ αυτό και εύχεται, ο Θεολόγος, που τότε ασκεί καθήκοντα Γενικού Αρχιερατικού Επιτρόπου του Τοποτηρητή, να είναι ο διάδοχός του στο θρόνο της Λαρίσης. Τη λεπτομέρεια αυτή της προτίμησης του μακαριστού σήμερα πρώην Μητροπολίτου Λαρίσης Ιακώβου, αναγκάστηκε ο Θεολόγος να αναφέρει στην Αποχαιρετιστήριο Εγκύκλιό του της 13ης Ιουλίου 1974. Κι όμως, εκ των υστέρων κατηγορήθηκε αναίσχυντα ότι εκθρόνισε τον Ιάκωβο, για να καταλάβει εκείνος τον θρόνο της Λαρίσης! Αυτός που δεν είχε ποτέ σκεφθεί την επισκοποίησή του. Που στόλισε όμορφα την ψυχή του με τ’ αμάραντα άνθη της αρετής και της απλότητας! Αλλά δεν ήταν αυτή η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που συκοφαντήθηκε. Κάποια ημέρα έβαζαν στοίχημα στο καφενείο ότι αυτή την ώρα υπήρχε μια γυναίκα στο σπίτι του μακαριστού και αμαρτάνουν. Αποφάσισαν να στείλουν κάποιους για διαπίστωση. Όταν εκείνοι πήγαν και χτύπησαν την πόρτα εκείνος με χαμόγελο τους άνοιξε και τους είπε: «περάστε μέσα, καθίστε ώστε μαζί να απολαύσουμε την προσευχή μας» και φυσικά το μόνο που είδαν ήταν το αναμμένο καντηλάκι και το θυμιατό που κάπνιζε ευωδίες ουράνιες,  γιατί ήταν ώρα προσευχής! Άλλοτε τον συκοφάντησαν στον Μητροπολίτη Διονύσιο ότι του υποσκάπτει τον θρόνο και πρέπει να τον διώξει. Αλλά γρήγορα αποκαλύφθηκε η συκοφαντία. Γι’ αυτό ως το τέλος της ζωής του ο Θεολόγος τόνιζε: «Δεν πρέπει στη ζωή μας να καταδικάζουμε κανέναν. Απολύτως κανένα. Για τον καθένα ο Θεός έχει το σχέδιό Του και την ώρα κατά την οποία θα μιλήσει στην καρδιά του. Πρέπει να παραδεχθούμε ότι και στους κακούς ακόμη υπάρχουν σπέρματα ειλικρινείας και περιμένουν την ημέρα και το πρόσωπο που θα τους βοηθήσει να καταλάβουν το σφάλμα τους. Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο τίτλος του χριστιανού είναι: «Οι θέλοντες ευσεβώς ζειν διωχθήσονται». Γι’ αυτό και στις πιο δύσκολες στιγμές της ζωή μας δεν πρέπει να παύσουμε να δίδουμε το «παρών» ενώπιον του Θεού». Πολλοί γύρω μας περιμένουν την ώρα και το πρόσωπο που θα τους οδηγήσει στην μετάνοια. Έχουμε χρέος εμείς να είμεθα εκείνοι, που κυρίως με το παράδειγμά μας, με τη συνέπειά μας, με τη σταθερότητά μας, με την ακεραιότητά μας, να βοηθούμε στη σωτηρία τους άλλους. Δεν είναι καλύτερο, αντί να καταδικάζουμε τον άλλον, όποιος κι αν είναι, (πατέρας, μητέρα, παιδί), να τον υπομένουμε και με το παράδειγμά μας να του δώσουμε την αφορμή να σκεφθεί και να καταλήξει σε συμπέρασμα σωτήριο για τον εαυτό του; «Πρέπει όλοι μας, τόνιζε, μέχρι τα βαθιά γεράματα να ομολογούμε έργο και λόγο και τρόπο και αληθεία Χριστόν και τούτον εσταυρωμένον. Αυτή είναι η αποστολή μας και το έργο μας επί της γης. Μια και η ζωή μας στη γη είναι πολύ μικρή, ας μη χάνουμε τον καιρό μας. Δεν έχουμε δικαίωμα να κλαίμε και να είμεθα κακομοίρηδες, επειδή βρίσκονται σήμερα άνθρωποι να ψέξουν και να ονοματίσουν τους χριστιανούς έτσι ή αλλιώς με τα χειρότερα λόγια και με τα χειρότερα ονόματα. Βεβαίως αυτός είναι ο κλήρος των χριστιανών και πρέπει να μας γίνει συνείδηση».
    Τον Ιούνιο του 1968, κατά τη συνεδρίαση της Δ.Ι.Σ. για την εκλογή Μητροπολίτου Λαρίσης ο Αρχιμανδρίτης τότε Θεολόγος μπαίνει δεύτερος στο τριπρόσωπο, με πρώτο τον Αρχιμ.Ανάργυρο Σταματόπουλο. Επειδή όμως ο π.Ανάργυρος αμετάκλητα επέμεινε στην άρνησή του να γίνει Επίσκοπος και ύστερα από την μεγάλη επιμονή του αειμνήστου Μητροπολίτου Τρίκκης και Σταγών Διονυσίου, αλλά και πολλών συνεργατών του, ο Θεολόγος κάμφθηκε και δέχτηκε την εκλογή του σε Μητροπολίτη Λαρίσης.
Χειροτονήθηκε, στις 30 Ιουνίου 1968, από τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Ο εκλεγείς Μητροπολίτης Λαρίσης κ.Θεολόγος, στον ενθρονιστήριο λόγο του υποσχέθηκε να υπηρετήσει με πλήρη αυταπάρνηση την Εκκλησία και το ποίμνιό του, από της νέας εν Χριστώ θέσεώς του, ανταποκρινόμενος στις προσδοκίες Θεού και ανθρώπων.
Η ενθρόνισή του στη Λάρισα, γίνεται στις 11 Ιουλίου 1968, όπου έφθασε στις 6.30 μ.μ. συνοδευόμενος από τον Νομάρχη Τρικάλων. Ο νέος μητροπολίτης κ.Θεολόγος και ως επίσκοπος ήταν πολύ προσεκτικός στη ζωή του. Απέφευγε οποιαδήποτε ενέργεια μπορούσε να σκανδαλίσει ψυχές «υπέρ ων ο Χριστός απέθανεν». Είχε έντονη συναίσθηση ότι είναι ο λειτουργός του Υψίστου και για αυτό ήταν ασύγκριτος και άφθαστος στο τελετουργικό. Οι χοροστασίες του στο Μητροπολιτικό και τους άλλους ναούς, ιδιαίτερα στους κατανυκτικούς εσπερινούς είχαν άφθαστο μεγαλείο. Η αμφίεσή του ήταν απλή, χωρίς καμία τάση προβολής και επίδειξης, γιατί δεν πέρασε ποτέ από τον νου του τέτοια ιδέα. Παρέμενε ταπεινός. Ήθελε πάντα να ζει στην αφάνεια. Προσπαθούσε να εφαρμόζει το «λάθε βιώσας». Εφήρμοζε πάντοτε τη σύσταση του Κυρίου προς τους Μαθητές Του: «Δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». (Ματθ. 10,8). Και διένειμε κάθε μήνα στους φτωχούς τον επισκοπικό του μισθό. Μάλιστα πολλές φορές στο τέλος του μήνα έμενε χωρίς χρήματα. Και αναγκαζόταν να δανείζεται από ιερέα των γραφείων του για ν’ ανταποκριθεί σε έκτακτες περιπτώσεις οικονομικής ενίσχυσης. Έτσι εξηγείται το ότι δεν απέκτησε περιουσία. Ούτε κεραμίδα. Ήταν αληθινός κληρικός, μιμητής του ακτήμονος Ιησού, καθώς το αναφέρει και στη μαγνητοφωνημένη διαθήκη του. Κλήρος του ήταν ο Θεός. Αυτόν διακόνησε με όλες του τις δυνάμεις. Στις δύσκολες ημέρες της εξορίας του αντιμετώπιζε προβλήματα. Για ένα διάστημα μάλιστα δεν λάβαινε ούτε τον περιορισμένο λόγω της εκθρόνισης μισθό του, επειδή δεν δεχόταν να υπογράψει τη μισθοδοτική κατάσταση ως τιτουλάριος Επίσκοπος Γαλάζων. Είχε ακλόνητη την πεποίθηση ότι είναι ο κανονικός Μητροπολίτης Λαρίσης. Ήταν ο κληρικός που ζούσε για τον Θεό και που έκανε τα πάντα για τη δόξα του Θεού! Ηταν ο άνθρωπος του Θεού. Απλός, πράος, ανεξίκακος. Δε θύμωνε, δε νευρίαζε, δεν παραφερόταν. Κρατούσε πάντα το μέτρο. Σε όλα. Ήταν ανώτερος παθών και μικροτήτων. Ήταν ευγενής και υποχρεωτικός. Είχε επάνω του αρχοντιά. Γι’ αυτό και αγαπήθηκε από όλους. Ο Μητροπολίτης Θεολόγος ως «καλός ποιμήν» εργάστηκε πνευματικά στη Μητρόπολη Λαρίσης. Επέλεξε τους συνεργάτες του. Ενδιαφέρθηκε για την κοινωνική δράση και τη φιλανθρωπία. Κατόρθωσε να ενώσει όλες τις χριστιανικές δυνάμεις. Όλοι εργάστηκαν κάτω από την ευλογία και τη σκέπη του. O «εις τύπον και τόπον Χριστού» Επίσκοπος έγινε η ομπρέλα που σκέπασε όλους. Αυτός που, ως μιμητής του Αρχιποίμενος Χριστού, αγρυπνούσε για όλους. Που σκεφτόταν και πονούσε για τον καθένα. Έκανε μεγάλες οικονομίες για να βοηθάει τους ανθρώπους που έχουν ανάγκη. Αυτός ήταν ο λόγος που δεν άλλαζε το παλιό αυτοκίνητο της Μητροπόλεως, αγνοώντας ακόμη και τη μεγάλη επιμονή του μακαριστού Μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου. Αργότερα όμως αναγκάσθηκε να το κάνει, γιατί πήρε φωτιά.
Βέβαια τα βήματά του ήταν πολύ προσεκτικά. Δεν προσπάθησε να προβληθεί και να εντυπωσιάσει. Αφοσιώθηκε στα καθήκοντά του. Ήταν ο εγκόσμιος ασκητής. Ο έγκλειστος του Επισκοπείου. Μέσα σ’ αυτό, εκτός ώρας γραφείου, περνούσε τις υπόλοιπες ώρες εργασίας, προσευχής και μελέτης. Οι έξοδοί του απ’ το Επισκοπείο ήταν μετρημένες. Όπως για να επισκεφθεί ναούς, να τελέσει μυστήρια, ν’ ανταποκριθεί σε κάποια πρόσκληση για διάλεξη ή άλλη κοινωνική εκδήλωση κ.ά. Οι θύρες του Επισκοπείου για τους ανθρώπους ήταν πάντα ανοιχτές. Πρωί-βράδυ. Χειμώνα-καλοκαίρι. Και ο Επίσκοπος περνούσε σχεδόν όλο το χρόνο του μέσα στο παλιό οίκημα του Επισκοπείου όπου βρίσκεται σήμερα το Αρχαίο θέατρο της πόλεως. Δεν απουσίαζε εύκολα, ούτε συχνά από την έδρα του. Δεν τον έβλεπε τακτικά η πρωτεύουσα. Αλλά αραιά και για σοβαρές υποθέσεις. Όπως για να λάβει μέρος στη Σύνοδο της Ιεραρχίας και της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, να προωθήσει διάφορα θέματα της Μητροπόλεως κ.ά. Έτσι ήταν εύκολο στον καθένα να τον δει στη Μητρόπολη και να συζητήσει τα προβλήματα που τον απασχολούσαν. Κι εκείνος άκουε υπομονετικά, ήρεμα, μ’ ενδιαφέρον. Δεν έδειχνε ποτέ δυσφορία ή απαρέσκεια. Ήξερε ν’ ακούει πολύ καλά τους άλλους, χωρίς να προτρέχει στις σκέψεις του. Και με ευγένεια μετέφερε τις απόψεις του, χωρίς να τις επιβάλλει και χωρίς να κρατάει εχθρότητα σ’ όποιον είχε αντίθετη θέση.
Συχνά επισκεπτόταν την Κομνήνειο Ιερά Μονή Στομίου, που επί των ημερών του και με την ευλογία και φροντίδα του επαναλειτούργησε, ενώ μέχρι τότε χρησιμοποιούνταν για τις Κατασκηνώσεις της Ιεράς Μητροπόλεως. Εκεί εύρισκε αναψυχή. Ήταν «η κατάπαυσίς του» κατά τον ψαλμωδό. Ξεκουραζόταν ψυχοσωματικά, καθώς απολάμβανε τις μοναστηριακές ακολουθίες και χαιρόταν την αναστροφή του με τους μοναχούς. Και με ανανεωμένες τις δυνάμεις, κατηφόριζε και πάλι στην πολυάνθρωπη Λάρισα.
Από τις πρώτες ημέρες της εγκαταστάσεώς του στη Λάρισα ο Μητροπολίτης Θεολόγος ενδιαφέρθηκε πολύ για τη νεολαία, την οποία αγαπούσε ιδιαιτέρως. Φρόντισε να λειτουργήσουν παντού, ακόμη και στα χωριά, Κατηχητικά Σχολεία. Κάλεσε τους Θεολόγους και άλλους επιστήμονες, καθώς και όσους μπορούσαν να βοηθήσουν στο έργο της κατηχήσεως και του ευαγγελισμού των νέων και τους ανέθεσε να διδάσκουν σ’ αυτά. Πίστευε στο θεσμό των Κατηχητικών Σχολείων. Τα έβλεπε ως κέντρα πνευματικής στήριξης των νέων και φυτώρια ανάδειξης στελεχών. Και χαιρόταν ιδιαίτερα τις διάφορες γιορτές των Κατηχητικών. Έλαμπε από χαρά το αγγελικό πρόσωπό του. Γινόταν παιδί κι εκείνος μαζί με τα παιδιά. Ξαναζούσε ευχάριστες στιγμές, παλιές αναμνήσεις.
Την αγάπη του για τους νέους έδειξε και με τη συνέχιση της λειτουργίας του Μαθητικού Εκκλησιαστικού Οικοτροφείου, όπου εύρισκαν στέγη, υλική τροφή και πνευματική ζεστασιά και φροντίδα πολλοί νέοι. Μάλιστα δαπάνησε μεγάλο χρηματικό ποσό για ν’ ανεγείρει νέο κτίριο, δίπλα από τον ιερό ναό της Αγίας Τριάδος Λαρίσης. Το κτίριο ήταν έτοιμο να λειτουργήσει το φθινόπωρο του 1974, αλλά μεσολάβησε η εκθρόνισή του τον Ιούλιο του ίδιου έτους.
Καθημερινή μέριμνα του Μητροπολίτου κ.Θεολόγου ήταν τα θέματα της Μητροπόλεως, ιδιαίτερα τα πνευματικά. Αφιλάργυρος καθώς ήταν, δεν τον απασχολούσε η είσπραξη χρημάτων. Ενδιαφερόταν μεν για τα οικονομικά μεγέθη της Μητροπόλεως, αλλά κυρίως για την πρόοδο του πνευματικού έργου. Ήθελε καθαρούς, φροντισμένους, ευπρεπείς τους παλιούς ναούς. Τους ήθελε κατανυκτικούς. Ήθελε οι νεόδμητοι ναοί να είναι λειτουργικοί, άνετοι,  χαριτωμένοι και ελκυστικοί, αληθινά κομψοτεχνήματα. Σαν έμπειρος αρχιτέκτων έκανε παρατηρήσεις και υποδείξεις πάνω στα προσκομιζόμενα στη Μητρόπολη για έγκριση σχέδια. Και με λαχτάρα έτρεχε να δει μόνος του την πρόοδο των εργασιών ανοικοδόμησης των ναών. Αλλά και τη διακόσμηση και αγιογράφηση των ναών την ήθελε επιμελημένη. Ήθελε ναούς κομψοτεχνήματα, αληθινά στολίδια κι όχι κακότεχνα κατασκευάσματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι για την Πλατυτέρα του καθεδρικού ναού του Αγίου Αχιλλίου ζήτησε να γίνει μικρογραφικός προσχεδιασμός της πάνω σε ξύλο, ώστε να γίνουν οι κατάλληλες υποδείξεις και παρατηρήσεις. Ήθελε τέλεια την εικονογραφία.
Ενδιαφερόταν και για τους ιερείς. Τους λειτουργούς του Υψίστου. Τους οικονόμους των μυστηρίων του Θεού. Τους αγαπούσε. Τους περιέβαλε με στοργή και αγάπη, με καλοσύνη. Ήταν ο πατέρας, ο αδελφός, ο συμπρεσβύτερός τους. Τους φερόταν με διάκριση. Δεν τους προσέβαλε. Τους φρόντιζε όσο μπορούσε. Τους σκέπαζε, όπου χρειαζόταν. Είναι γενικά παραδεκτό ότι οι ιερείς της Μητροπόλεως Λαρίσης στο πρόσωπο του Μητροπολίτη Θεολόγου δεν αντίκρισαν Δεσπότη, αλλά Πατέρα. Επειδή έτρεφε μεγάλη ιδέα για την ιεροσύνη, και ήταν ο ίδιος πολύ προσεκτικός στη ζωή του, ήθελε τους κληρικούς, όσο γίνεται, άμεμπτους και ακατηγόρητους. Τους ήθελε «τύπους των πιστών εν λόγω, εν αναστροφή, εν αγάπη, εν πνεύματι, εν αγνεία». (Α Τιμοθ. 4,12). Γι’ αυτό πρόσεχε στο θέμα της επιλογής των. Εφήρμοζε αυστηρά τη σύσταση του Αποστόλου Παύλου προς το μαθητή του Τιμόθεο: «Χείρας ταχέως μηδενί επιτίθει, μηδέ κοινώνει αμαρτίαις αλλοτρίαις». (Α Τιμόθ. 5,22). Και χαιρόταν ιδιαίτερα όταν έβλεπε νέους ευσεβείς, και μάλιστα μορφωμένους, να σκέπτονται την ιεροσύνη. Τους καλούσε. Συζητούσε μαζί τους. Τους προέτρεπε με ευγένεια. Δεν ήθελε να χάνει η Εκκλησία φερέλπιδες νέους.
Ο Μητροπολίτης Θεολόγος ήταν άφθαστος στο τελετουργικό. Γι’ αυτό ήθελε και οι ιερείς να είναι ακριβείς τηρητές του τυπικού. Τους δίδασκε όμως περισσότερο με το παράδειγμα, παρά με τα λόγια. Ήξερε ότι το έδαφος των λόγων είναι ολισθηρό. Ενώ το παράδειγμα ασκεί τεράστια επίδραση. Το Μητροπολίτη Θεολόγο συνείχε η θεία Λατρεία. Η στάση, οι κινήσεις, η γλυκιά ψαλμωδία του έδειχναν τη βαθιά συμμετοχή του στα τελούμενα, τους μετεωρισμούς της καρδιάς του. Προετοιμαζόταν για την τέλεση της θείας Λειτουργίας από την προηγούμενη μέρα. Αποσυρόταν μετά τον εσπερινό στο ενδιαίτημά του και απέφευγε ό,τι ήταν δυνατό να του προκαλέσει ταραχή και να τον αποσπάσει από την ιερουργία της επομένης. Και το πρωί κινούσε νωρίς για το ναό. Ανέβαινε με λαχτάρα τα σκαλοπάτια του τα τρισευλογημένα. Δεν είχε εξοικείωση με τα άγια. Προσήγγιζε πάντοτε την Αγία Τράπεζα σα να ήταν η πρώτη φορά. Δεν ακουμπούσε ανέμελα τα χέρια του πάνω της. Δεν περιφερόταν ασκόπως εντός του ναού. Όλες οι κινήσεις του ήταν προσεκτικές. Και σαν τέλειωνε η θεία Λειτουργία, χαιρόταν το λαό του Θεού που ξεχυνόταν σαν πολύβουο μελίσσι.
Παράλληλα με τη θεία λατρεία ο Μητροπολίτης Θεολόγος ενδιαφέρθηκε και για το κήρυγμα. Το θεωρούσε αναπόσπαστο μέρος της. Γι’ αυτό δεν ήθελε σιγώντες τους άμβωνες των ναών. Στ’ αυτιά του αντηχούσε διαρκώς η προτροπή του Αποστόλου Παύλου: «Ο λόγος του Χριστού ενοικείτω εν υμίν πλουσίως» (Κολ. 3,16). Γι’ αυτό, μόλις ήλθε στη Λάρισα ως Μητροπολίτης, κάλεσε τους Θεολόγους και ζήτησε τη συστράτευσή τους στο έργο του ευαγγελισμού του λαού. Προέτρεψε, παρακάλεσε θερμά. Αποτέλεσμα της προσπάθειάς του ήταν η πύκνωση του κηρύγματος. Υπεύθυνος κληρικός κατήρτιζε κάθε εβδομάδα το σχετικό πρόγραμμα ομιλητών, το οποίο δημοσιευόταν στον τοπικό τύπο. Έτσι κάθε Κυριακή γνώριζε ο λαός τους ομιλητές των ναών. Ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τη Λάρισα. Επί πλέον έκανε και σχετική κατά εβδομάδα σύναξη Θεολόγων – κύκλο μελέτης Αγίας Γραφής με σκοπό τον πνευματικό τους καταρτισμό. Τη σύναξη αυτή διηύθυνε ο ίδιος. Προσπαθούσε, όσο μπορούσε, να βοηθήσει στην πνευματική οικοδομή του λαού και στην κατά το δυνατόν τελειότερη εκφορά του λόγου του Θεού.
Στις 25 Νοεμβρίου 1973, με τις Συντακτικές Πράξεις 3 και 7 του 1974, που είχαν αυξημένο νομικό κύρος, χωρίστηκαν για πρώτη φορά από την Πολιτεία οι Μητροπολίτες της Ελλαδικής Εκκλησίας σε κανονικούς και αντικανονικούς. Και εκθρονίστηκαν χωρίς κατηγορία, χωρίς δίκη και χωρίς απολογία 12 Μητροπολίτες. Μεταξύ των εκθρονισθέντων αναπολόγητα Μητροπολιτών, στις 23 Ιουλίου 1974, είναι και ο Λαρίσης κ.Θεολόγος και στις 14 Ιουλίου 1974 τελεί την τελευταία θεία Λειτουργία ως Μητροπολίτης Λαρίσης στον καθεδρικό ναό του Αγίου Αχιλλίου μέσα σε εκδηλώσεις αγάπης του πιστού λαού. Του λαού που τόσο αγάπησε.
Τελικά φεύγει από την Λάρισα υπακούοντας στην υπ’ αριθμ. 2026/2371974 Εγκύκλιο της Ιεράς Συνόδου που απαγόρευε στους εκθρονισθέντες Μητροπολίτες να παραμείνουν «εν ταις περιφερείαις, ας ούτοι μέχρι τούδε εποίμαναν, πλην εάν εν αυταίς κείται η γενέτειρα αυτών» και εγκαθίσταται στην Αθήνα στην οικία της αδελφής του, στη Νέα Σμύρνη.
Στην τελευταία του εγκύκλιο 13.7.74 αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής: «Διά ποιμαντορικής εγκυκλίου ημών από 13.7.74, αναγνωσθείσης την Κυριακήν 14.7.74 επ’ Εκκλησίαις, εξέθεσα δι’ ολίγων τα συγκλονιστικά γεγονότα των τελευταίων ημερών, τα συμβαίνοντα εις την Εκκλησίαν μας, διά των οποίων εγένετο εκθρόνισις 12 αγίων Αρχιερέων…Εν πρώτοις μιμνήσκομαι Κυρίου του Θεού μου, προς την άκραν αγάπην του οποίου εκφράζω τας απείρους μου ευχαριστίας διότι με κατέστησε Ποιμενάρχην σας επί μίαν ολόκληρον εξαετίαν (Ιούλιος 1968Ιούλιος 1974). Εκ δευτέρου, να απευθύνω προς όλους σας, τέκνα μου αγαπητά και περιπόθητα, τον ασπασμόν της πατρικής μου αγάπης, από μέσης συντετριμμένης καρδίας, διά τον τοιούτον βίαιον, αυθαίρετον και αντικανονικόν απορφανισμόν σας εκ του Ποιμενάρχου σας με τας συνοδεύουσας τούτον πατρικάς μου παραινέσεις:
Να έχετε αναλλοίωτον και αμετάθετον πίστιν προς τον Θεόν αρχηγόν, Πατέρα των φώτων και Δομήτορα της Εκκλησίας, Λυτρωτήν και Κριτήν απάντων εν εκείνη τη ημέρα τη μεγάλη και επιφανή.
Να δεικνύετε αγάπην και προθυμίαν εις την εφαρμογήν του Νόμου του εις την εν γένει ζωήν σας.
    Να δίδετε συγνώμην και συγχώρησιν από καρδίας εις τους θλίβοντας αδίκως, ίνα έχετε την παρ’ Εκείνου άφεσιν και των ιδικών σας αναποφεύκτων αμαρτιών.
    Και εκ τρίτου, απευθύνω πλουσίας τας από μέσης καρδίας μου πατρικάς ευχάς και ευλογίας εις τας ψυχάς όλων σας κατά την επιτέλεσιν του ιερού πνευματικού σας αγώνος, εις τα έργα σας διά τον έντιμον βιοπορισμόν σας και εις τους αγώνας σας διά την πρόοδον των τέκνων σας και των οικογενειών σας ως και διά πάσαν προκοπήν βίου και πίστεως και συνέσεως πνευματικής.
Τέλος, δεν δύναμαι, τελευτών τον αποχαιρετιστήριον λόγον να μην απευθυνθώ όλως ιδιαιτέρως προς την σπουδάζουσαν, την μαθητιώσαν και την εργαζομένην Νεολαίαν της Μητροπόλεως, προς την οποίαν εστράφη αμέριστος η προσοχή, και η επαγρύπνησίς μου και προς την παιδικήν αθωότητα που είλκυσε την πατρικήν μου αγάπην, εν τη πεποιθήσει ότι η Νεότης εν τω συνόλω της, αποτελεί την χρυσήν ελπίδα του Έθνους και της Εκκλησίας …
    Και νυν αποχωρών, ουχί οικειοθελώς, αλλ’ αναγκαστικώς εκ της ιστορικής ταύτης και πεφιλημένης μοι Ιεράς Μητροπόλεως, απευθύνω προς όλους τον εγκάρδιον χαιρετισμόν μου και καταθέτω εις την αγάπην σας ότι «σώματι και ου καρδία απών», θα παραμείνω ισοβίως εστραμμένως προς υμάς δεόμενος του Κυρίου όπως ευλογεί, σκέπει και αγιάζει πάντας υμάς και τα έργα υμών. Με την βαθυτάτην παράκλησιν όπως και υμείς δέεσθε υπέρ εμού προς Κύριον».
    Στην Αθήνα δεν είχε την δυνατότητα να ιερουργεί. Επειδή όμως ήταν άνθρωπος γαλήνης και προσευχής, μπόρεσε σύντομα να ξεπεράσει την κατάσταση και να ρίξει βάλσαμο στην πονεμένη του καρδιά. Αρχικά δεχόταν τις επισκέψεις κάποιων κληρικών και λαϊκών, τους οποίους εξομολογούσε και στήριζε πνευματικά. Μπορούσε όμως να ιεροπρακτεί στις περιφέρειές των Σεβασμιωτάτων Ύδρας κ. Ιεροθέου, Σιδηροκάστρου κ. Ιωάννου, Κερκύρας Πολυκάρπου κ.ά. Κατέφευγε συχνά στην Αίγινα στο ησυχαστήριο του Αγίου Νεκταρίου, στα ίχνη του οποίου βάδιζε, στο ησυχαστήριο του Αγίου Μηνά και σε άλλα πνευματικά καθιδρύματα και ήξερε να υψώνεται πάνω απ’ την παραφορά των στιγμών και τα πάθη. Δεν ακούστηκε ποτέ να γογγύζει. Να εκφέρει κακό λόγο για κανένα. Ούτε για τους διώκτες του. Εφήρμοζε πιστά στη ζωή του την εντολή: «Ευλογείτε τους διωκόντας υμάς, ευλογείτε και μη καταράσθε». (Ρωμ.12,14). Εξακολούθησε αμείωτη και μετά την άδικη εκθρόνισή του. Συμπαραστεκόταν, παρά τον πόνο του, σε κάθε ασθενή και εμπερίστατο. Σ’ όποιον ζητούσε τη βοήθειά του. Στο πεντάγραμμο της καρδιάς του έπαιζε πάντα ο ύμνος της αγάπης για το Θεό και τον άνθρωπο και ανταποκρίθηκε πρόθυμα και πρόσχαρα, ώστε πολλοί να αισθάνονται υποχρεωμένοι απέναντί του. Βέβαια πάντοτε έλεγε: «Ουδέποτε παρητήθην του δικαιώματός μου να επιστρέψω εις την Μητρόπολίν μου…», αλλά τόνιζε ότι όσο ζει θα εξακολουθεί να περιμένει τη «Φωνή της Εκκλησίας» για την επαναφορά του στη Μητρόπολη της πόλης και την επανόρθωση μιας «τεράστιας αδικίας».
    Στις 30 Οκτωβρίου 1990 εκδόθηκε η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, το οποίο έκανε δεκτή την αίτηση Θεολόγου και τον ανεγνώριζε ως Μητροπολίτη Λαρίσης. Έτσι, όταν επανήλθε στη Λάρισα, στις 9 Ιανουαρίου 1992, δικαιωμένος πλέον από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας, το Συμβούλιο της Επικρατείας, πολλοί ήταν εκείνοι που έσπευσαν να του εκφράσουν την ευγνωμοσύνη τους και να λάβουν την ευλογία του.  Ο τοπικός τύπος έγραψε την επομένη: «Δεν έρχομαι σαν εκδικητής στη Λάρισα, αλλά σαν ειρηνοποιός και ότι πρωταρχικός σκοπός μου είναι να επέλθει η γαλήνη στο πλήρωμα της τοπικής μας Εκκλησίας … Δεκαέξι χρόνια σιωπής και ταπείνωσης, συνεχίζει, … περιμέναμε την αγάπη και την δικαίωση από την Εκκλησία και είναι λυπηρό μετά από τόσα χρόνια να μας δικαιώνει η Πολιτεία…».
Ειρηνοποιός, άνθρωπος καταλλαγής, αληθινός εκπρόσωπος του Θεού της αγάπης. Δε μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Ήταν ο μόνος κατά κοινή ομολογία που μπορούσε να φέρει την ειρήνη στην τοπική μας Εκκλησία. Ο Μητροπολίτης Λαρίσης κ. Θεολόγος αφού εγκαταστάθηκε στο επισκοπείο απέστειλε αμέσως τηλεγραφήματα στη Διαρκή Ιερά Σύνοδο και στον Υπουργό Παιδείας κ. Γ. Σουφλιά με τα οποία ανακοινώνει ότι αναλαμβάνει πλήρως τα μητροπολιτικά του καθήκοντα σε εκτέλεση των υπ’ αριθμ. 3795/90, 3804/90, 3805/90 και 3337/91 αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας, οι οποίες τον αναγνωρίζουν ως τον νόμιμο εν ενεργεία μητροπολίτη Λαρίσης και ουδέποτε απομακρυνθέντα από τη Μητρόπολή του.  Έτσι συνέχιζε να εργάζεται πνευματικά και έκανε τη σύσταση στους συνεργάτες του, τους λαϊκούς και κληρικούς που συγκακουχήθηκαν μαζί του: «Εκείνοι τη δουλειά τους κι εμείς τη δική μας». Είδε την εγκατάστασή του στο Επισκοπείο ως δάκτυλο Θεού για τη συνέχιση του έργου που βίαια διακόπηκε το 1974. Γι’ αυτό χοροστατούσε, εγκαινίαζε ναούς, τελούσε κάθε ιεροπραξία στο Μητροπολιτικό και σε άλλους ναούς της πόλης και της περιοχής. Κανένας δεν είχε να πει κάτι εναντίον του. Ούτε το παραμικρό. Αναγνώριζαν όλοι το ανεπίληπτο του βίου του. Αξίζει ν’ αναφερθεί εδώ η σχετική δήλωση του τότε βουλευτή και μετέπειτα Νομάρχη Λαρίσης κ. Ιωάννου Φλώρου, που υπήρξε στο παρελθόν και ο θεράπων ιατρός του, προς τη Θεσσαλική Ραδιοφωνία Τηλεόραση: «Άγιος άνθρωπος …». Ο τεχνητός θόρυβος που δημιουργήθηκε από ελάχιστους κόπασε γρήγορα. Ορισμένοι μάλιστα πήγαν αργότερα μετανοιωμένοι στο Επισκοπείο και ζήτησαν την ευλογία του.
Η παρουσία του Σεβασμιωτάτου Θεολόγου στη Λάρισα, παρά τα τόσα εμπόδια και τις δυσκολίες που συνάντησε, έκανε να πνεύσει νέος άνεμος στην τοπική μας Εκκλησία. Η συγκρότηση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου και ο διορισμός αργότερα Εκκλησιαστικών Συμβουλίων και Επιτροπών, ιδίως της Διοικούσης Επιτροπής του Ιερού Προσκυνήματος Αγίας Παρασκευής Τεμπών Λαρίσης, κατέδειξε το πόσο ο Σεβ. Μητροπολίτης επέμενε στη διαφάνεια και τη χρηστή διαχείριση των εκκλησιαστικών προσόδων. Εδώ μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι επί των ημερών του αυξήθηκαν απίστευτα εκπληκτικά τα έσοδα του Ιερού Προσκυνήματος Αγίας Παρασκευής Τεμπών Λαρίσης.
Επίσης, η αγάπη του Σεβασμιωτάτου προς τους πάσχοντες συνανθρώπους μας, τον οδήγησε στο να επισκέπτεται τις φυλακές Λαρίσης και να δίνει χρήματα για αποφυλακίσεις κρατουμένων, το Δημοτικό Γηροκομείο Λαρίσης και να προσφέρει στους γέροντες οικονομική και ηθική βοήθεια, να οργανώνει δυο φορές το χρόνο ημέρες αιμοδοσίας, οι οποίες απέδιδαν πάνω από διακόσιες φιάλες αίματος και οι οποίες προσφέρονταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λαρίσης. Ακόμη ο Σεβ. Θεολόγος διοργάνωσε έρανο και συλλογή αντικειμένων για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, τους Σέρβους και τους Ορθοδόξους της Γεωργίας. Ακόμη συμπαραστάθηκε και στους Ρωσοπόντιους μετανάστες.  Αλλά και για το πνευματικό έργο της Ι. Μητροπόλεως ενδιαφέρθηκε πολύ ο εμπερίστατος Σεβ. Μητροπολίτης κ.Θεολόγος. Ζήτησε να γίνονται Κηρύγματα και Ομιλίες, να λειτουργήσουν Κατηχητικά Σχολεία και Κύκλοι Μελέτης Αγίας Γραφής ανδρών και γυναικών κ.ά. Έδειξε ενδιαφέρον για τη νεότητα με το να επισκεφθεί τη Θεραπευτική Κοινότητα «ΕΞΟΔΟΣ», (την οποία συνέδραμε και οικονομικά), το Τ.Ε.Ι. Λαρίσης και άλλα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της πόλης, με το να δεξιώνεται τους πρωτοετείς φοιτητές, με το να τελεί θείες Λειτουργίες για την επιτυχία των υποψηφίων στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας κ.ά. Με την ευλογία του δημιουργήθηκε χορωδία νεανίδων της Ι. Μητροπόλεως, η οποία επισκεπτόταν το Γενικό Νοσοκομείο Λαρίσης, τις Φυλακές, το Γηροκομείο και άλλα ευαγή ιδρύματα της πόλης μας. Αυτή πρωτοστατούσε στις ωραίες εθνικοθρησκευτικές γιορτές του Επισκοπείου. Εξέδωσε δε και σχετική μαγνητοταινία με τον τίτλο «Θεοφρούρητη Πατρίδα», η οποία περιέχει τραγούδια της Πατρίδος. Επίσης με την ευλογία του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Θεολόγου λειτούργησαν για τέσσερα συνεχή χρόνια Εκκλησιαστικές Κατασκηνώσεις με διαφορετικές περιόδους για κάθε ηλικία. Κι αυτό, γιατί ο Μητροπολίτης πίστευε πως αυτές είναι οι σωτήριες και λυτρωτικές οάσεις του Θεού μέσα στην κοινωνία. Όταν την άνοιξη του έτους 1996 και ζητήθηκε η ευλογία του για να ξεκινήσει η διοργάνωση των κατασκηνώσεων του καλοκαιριού είπε χαρακτηριστικά: «Ξεκινήστε, ξεκινήστε, αλλά θα πικραθούν λιγάκι τά παιδιά», προβλέποντας την προς Κύριον εκδημία του. Αλλά και η φροντίδα του για τη σωστή ψυχαγωγία των νέων τον οδήγησε στην ενθάρρυνση για την παρουσίαση του θεατρικού έργου «ΦΑΒΙΟΛΑ», το οποίο είχε μεγάλη απήχηση στο λαό για αυτό και συνέχισε να παρουσιάζεται για μια συνεχόμενη εβδομάδα και το οποίο κυκλοφόρησε και σε βιντεοταινία. Για το έργο αυτό είπε: «Πρέπει να γίνει ένας δυναμικός σταθμός στην πνευματική ζωή του καθενός μας … Σταθμός που θα ανάψει μέσα μας τη νοσταλγία και την αγάπη προς τη μαρτυρική χριστιανική ζωή … αφού οι διωγμοί και το μαρτύριο γεμίζουν τον Παράδεισο…»

Για όλα αυτά η μορφή του Μητροπολίτη Θεολόγου ήταν συμπαθής στα πλήθη του λαού. Και γινόταν ακόμη πιο συμπαθής καθώς συρόταν από τη μια περιπέτεια στην άλλη. Έμενε πάντοτε σταθερός στην ιδέα ότι πρέπει στην Εκκλησία να βασιλεύει η δικαιοσύνη, η αλήθεια και η ειρήνη. Δεν έδειξε ποτέ εχθρότητα πρός τον αρχιεπίσκοπο. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στην υπ’αριθμ. 12/2111992 ανακριτική έκθεση-πόρισμα του ανακριτού Σεβ. Μητροπολίτου Γρεβενών κ.Σεργίου, καταγράφεται και το εξής: «εγώ σέβομαι τον Αρχιεπίσκοπον και εύχομαι και προσεύχομαι δι’ αυτόν…..του δίδεται τώρα μία και μοναδική ευκαιρία… Εγώ σας λέω εύχομαι και προσεύχομαι διά τον Αρχιεπίσκοπον» Μάλιστα στο σημείο αυτό να τονίσουμε ότι τον Ιανουάριο του 1993, όταν προσήλθε στο Πρωτοβάθμιο για Αρχιερείς Συνοδικό Δικαστήριο, που τον καταδίκασε σε δεκαετή αργία, συνάντησε αναπάντεχα τον αρχιεπίσκοπο κ.Σεραφείμ στην είσοδο του ανελκυστήρα, ο οποίος και του είπε: «Αχ βρε Θεολόγε, σε αδικήσαμε, εσύ δεν έφταιγες σε τίποτα… δεν τα ήθελα εγώ αυτά που σου συμβαίνουν αλλά….». Εκείνη την ημέρα ένας άγνωστος αξιωματικός της Αστυνομίας, καθώς αντίκρισε τον Θεολόγο λέει: «Αυτόν τον άνθρωπο δικάζουν; Αυτός είναι Άγιος»! Αξίζει εδώ να εξαρθεί, κατά την ως άνω δίκη, η γενναία στάση και η θαρραλέα και άψογη απολογία του κατηγορούμενου Μητροπολίτου Θεολόγου, που συνέβαινε να είναι τότε ασθενής και μάλιστα με πυρετό. Θύμιζε, λένε, τον Πρωτομάρτυρα Στέφανο και την απολογία του στο Ανώτατο Ιουδαϊκό Δικαστήριο, το Συνέδριο. Να σημειωθεί τέλος πως το Δευτεροβάθμιο για Αρχιερείς Συνοδικό Δικαστήριο, στο οποίο προσέφυγε νόμιμα και εμπρόθεσμα για την ως άνω ποινή ο Σεβ. Μητροπολίτης κ.Θεολόγος, δε συγκλήθηκε ως την ημέρα του θανάτου του!
Στις 13 Ιουλίου 1993 συνήλθε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και στις 15 Ιουλίου 1993 εφαρμόζοντας την ειδική διαδικασία του άρθρου 12 του Νόμου 1951/1991, τον τοποθετεί «κατ’ άκραν εκκλησιαστικήν οικονομίαν» στην προσωρινή, προσωποπαγή και περιστασιακή Ιερά Μητρόπολη Νέων Λιοσίων. Τότε ο Θεολόγος απάντησε: «Για την προσωποπαγή αυτή Μητρόπολη είμαι κατάλληλος ενώ για τη Λάρισα όχι;».
Στις 10 Αυγούστου 1993 η Διαρκής Ιερά Σύνοδος συνεδρίασε και του επέβαλε «το επιτίμιον της ακοινωνησίας». Ο μακαριστός Μητροπολίτης Θεολόγος καρτερικά δέχτηκε κι αυτό το πικρό ποτήρι. Είχε πεισθεί ότι η Διοίκηση της Εκκλησίας δεν ήταν διατεθειμένη να τον αναγνωρίσει. Γι’ αυτό κάθε φορά που του έλεγαν ότι επίκειται η λύση του εκκλησιαστικού, απαντούσε με νόημα «Δεν πειράζει, θα μιλήσει ο Θεός όταν Εκείνος κρίνει».
    Ο Μητροπολίτης κ.Θεολόγος ήταν ένας ουράνιος άνθρωπος, υψωμένος πάνω απ’ τις ανθρώπινες μικρότητες και αδυναμίες, ένας αληθινός φίλος του Θεού. Εναπέθετε τον εαυτό του σ’ Εκείνον. Γι’ αυτό και σ’ όλες τις δοκιμασίες ήταν ήρεμος. Είχε την πίστη ότι ο Θεός θα οικονομήσει τα πράγματα και αυτό το έδειξε εμπράκτως τουλάχιστον δύο φορές, οι οποίες έγιναν δημόσια αισθητές και στους Λαρισαίους πιστούς.
Όταν στις 15-5-1995 εορτή του πολιούχου αγ.Αχιλλίου ο Σεβ. Μητροπολίτης Θεολόγος δημοσιοποίησε την απόφασή του να χοροστατήσει ισχυρές δυνάμεις των Μ.Α.Τ. αφίχθησαν στη Λάρισα και πλήθος αστυνομικών φιλοξενούμενοι στα ξενοδοχεία της πόλεως, με στόχο να εμποδίσουν την παρουσία του Σεβ. κ.Θεολόγου. Η πόλη έμοιαζε πολιορκημένη με ένστολους και οπλισμένους αστυνομικούς. Στο γραφείο του μητροπολίτου είχαν συγκεντρωθεί ο Αστυνομικός Διευθυντής, ο Νομάρχης, ο Δήμαρχος και ο εκπρόσωπος της Ι.Συνόδου Μητροπολίτης Σερρών για να μεταπείσουν τον Σεβασμιώτατο, ο οποίος  απαντούσε με σιγουριά και ψυχραιμία «Φεύξονται μηδενός διώκοντος». Έτσι και έγινε. Την επομένη ημέρα Σάββατο, 13 Μαΐου, στις 11.40πμ ισχυρός σεισμός (Μ=6,6) συγκλόνισε τα Γρεβενά, την Κοζάνη και άλλες περιοχές. Στο Ν.Γρεβενών 2.523 κτίρια και στο νομό Κοζάνης 7.693 κατέρρευσαν ή έπαθαν διάφορες βλάβες από το σεισμό και 12 άνθρωποι τραυματίστηκαν. https://www.oasp.gr/node/2797   Αυτό ανάγκασε όλες τις αστυνομικές δυνάμεις να φύγουν από τη Λάρισα ελευθερώνοντας την πόλη από τον βαρύ κατοχικό αποκλεισμό. Έτσι ο Σεβ. κ.Θεολόγος επαληθεύθηκε και τέλεσε πανηγυρικά τις λατρευτικές εκδηλώσεις του πολιούχου Λαρίσης με τη συμμετοχή πλήθους πιστών, οι οποίοι όλο και πιο έντονα συμπαθούσαν τον πολύπαθο ιεράρχη.
Η δεύτερη ήταν πριν τα γεγονότα του Αγ.Αχιλλίου, όταν προέβλεψε το θάνατο του πρωτοπρεσβυτέρου και αρχιερατικού επιτρόπου, ο οποίος πρωτοστατούσε στη συλλογή υπογραφών από τους ιερείς της Ι.Μητροπόλεως για την καθαίρεση του Θεολόγου, με τη δικαιολογία ότι ξεσηκώνει σε στάση τους ιερείς της Μητροπόλεως. Το έγγραφο συντάχθηκε και στάλθηκε στην Ι.Σύνοδο για να πάρει την απόφαση. Την παραμονή ο σεβασμιώτατος όλη την ημέρα ήταν σκεφτικός και αμίλητος. Το βράδυ, αφού κάναμε το μικρό Απόδειπνο και πάλι δεν είπε τίποτα, αν και πολλές φορές προέλεγε τις αποφάσεις που θα λάμβαναν κατά περίπτωση η Ι.Σύνοδος ή το Συμβούλιο Επικρατείας. Εκείνο το βράδυ, όμως, αμέσως μετά από το απόδειπνο με ξανακάλεσε και μου λέγει: «Έχει να πέσει μια βόμβα σήμερα!», κι αμέσως κλείστηκε στο γραφείο του. Τότε εγώ σκέφθηκα: «μα αφού θα σε καθαιρέσουν δεσπότη μου». Την επομένη έγινε η σύγκλιση της Ιεραρχίας, αλλά το βράδυ ο πρωτοπρεσβύτερος που πρωτοστατούσε στη συλλογή των υπογραφών, πέθανε. Έτσι, όταν ο Σεβασμιώτατος Φλωρίνης Αυγουστίνος ανήγγειλε στους συνέδρους της Ι.Συνόδου το περιστατικό, ο μακαριότατος αρχιεπίσκοπος απέλυσε τους συνέδρους και η Σύνοδος δεν πραγματοποιήθηκε κι έτσι ο Αρχιεπίσκοπος δεν μπόρεσε να εκπληρώσει τα σχέδιά του και το γεγονός αυτό ήταν πραγματικά μια βόμβα αφού ο καλός Θεός εκμηδένισε τα σχέδια των ανθρώπων που με σιγουριά πορεύονταν.
Το 1993 είπε μέ νόημα ότι το Εκκλησιαστικό πρόβλημα θα λυθεί μόλις ο ίδιος πεθάνει πριν τον Αρχιεπίσκοπο κ.κ.Σεραφείμ τονίζοντας: «ένας καρκίνος θα βγει εδώ, κι έδειξε προς τη βάση του στέρνου, και τότε όλα θα τελειώσουν». Τα πρώτα ενοχλήματα άρχισαν να εμφανίζονται τον Οκτώβριο του 1995. Η τελευταία θ.Λειτουργία που τέλεσε ήταν στις 9 Νοεμβρίου 1995 στον πανηγυρίζοντα ιερό ναό του Αγίου Νεκταρίου Νίκης Λαρίσης. Από εκεί και πέρα περιορίστηκε σε χοροστασίες.
Στις 28 Νοεμβρίου 1995 υποβλήθηκε στην πρώτη αξονική τομογραφία και στις 30-11-1995, υποβλήθηκε σε εξέταση (γαστροσκόπηση) στο Νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» των Αθηνών, η οποία έδειξε ότι πρέπει να υποβληθεί σε εγχείριση στομάχου. Μετά δύο ημέρες επέστρεψε στη Λάρισα. Στις 6 Δεκεμβρίου 1995 χοροστάτησε στη θεία Λειτουργία στον πανηγυρίζοντα κεντρικό ναό του Αγίου Νικολάου Λαρίσης, ενώπιον αναρίθμητου εκκλησιάσματος και το απόγευμα αναχώρησε για την Αθήνα. Εισήχθη το ίδιο βράδυ στο Νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός» και την επομένη ημέρα, Πέμπτη 7 Δεκεμβρίου 1995, υποβλήθηκε σε εγχείρηση στομάχου για την αφαίρεση του πάσχοντος από καρκίνο τμήματος. Τη Μεγάλη Εβδομάδα χοροστάτησε σε ακολουθίες του Μητροπολιτικού ναού. Τη Μεγάλη Παρασκευή βράδυ κατά την περιφορά των Επιταφίων απηύθυνε από την κεντρική πλατεία Λαρίσης τη σχετική δέηση, έρανε τους Επιταφίους, ευλόγησε τα πλήθη των Λαρισαίων. Τη νύχτα της Αναστάσεως έψαλε με χαρά τα αναστάσιμα τροπάρια από την εξέδρα του Μητροπολιτικού ναού. Τίποτε δεν πρόδινε εξωτερικά το σαράκι που αθόρυβα υπέσκαπτε εσωτερικά την υγεία του. Μετά το Πάσχα, όμως, άρχισαν οι δυσκολίες. Βέβαια, χοροστάτησε στη θεία Λειτουργία της 8ης Μαΐου 1996, που έγινε στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου της πόλης μας για την ονομαστική του εορτή και δέχθηκε στο Επισκοπείο πρωί-απόγευμα τις ευχές και τα δώρα του αμέτρητου λαού, που ως αργά το βράδυ μετέβαινε εκεί σαν σε πανηγύρι. Χοροστάτησε, επίσης, στον πανηγυρικό Εσπερινό και στη θεία Λειτουργία της 15ης Μαΐου 1996, κατά την εορτή του Πολιούχου Λαρίσης Αγίου Αχιλλίου. Αλλά χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλες του τις δυνάμεις για να παραστεί κατόπιν στην κεντρική πλατεία Λαρίσης και να τελέσει την αρτοκλασία. Το έλεγε με ευγένεια στο τέλος της λιτανείας βαριαναστενάζοντας.
Αυτές οι δυο χοροστασίες-εμφανίσεις της 15ης Μαΐου 1996, κατά την εορτή του Αγίου Αχιλλίου, ήταν από τις τελευταίες επίσημες εξόδους του Μητροπολίτη Θεολόγου. Από εκεί και πέρα κάμφθηκε πολύ η υγεία του. Άρχισαν οι εισαγωγές του στο Γενικό Νοσοκομείο Λαρίσης, στην Εντατική Μονάδα του οποίου του παρεσχέθη η αναγκαία θεραπευτική βοήθεια και αγωγή. Τρεις φορές εισήχθη σ’ αυτήν.
Για μερικές μέρες μεταφέρθηκε από το Γενικό στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λαρίσης, όπου είχε την έδρα της η Γαστρεντερολογική κλινική για ειδική θεραπεία στο στομάχι εξαιτίας του καρκίνου. Εκεί έζησε την αναστάσιμη ελπίδα, καθώς έλεγε στον ιεροδιάκονό του ότι άκουγε αναστάσιμα τροπάρια από μεγάλη καλλίφωνη χορωδία καθώς και τον Χερουβικό ύμνο, ενώ κανείς άλλος, φυσικά, δεν άκουγε τίποτε. Θεωρούνταν ότι η κατάπτωση της υγείας του οφειλόταν στην καρδιοπάθεια. Μα δεν ήταν έτσι. Η καρδιά του άντεχε. Το επεσήμανε εύστοχα ο Διευθυντής της Εντατικής λέγοντας: «Η καρδιά θα μας εγκαταλείψει τελευταία, όπως και έγινε». Όλοι οι άνθρωποι του Γενικού Νοσοκομείου Λαρίσης έδειξαν ενδιαφέρον για την υγεία του Επισκόπου. Από τον πρόεδρό του και τους αρμόδιους ιατρούς, ως τον τελευταίο υπάλληλο. Γι’ αυτό και τους ευχαρίστησε δημοσίως με σχετική ανακοίνωση. Ορισμένοι μάλιστα γιατροί ζήτησαν, όταν βγήκε για πρώτη φορά από την Εντατική Μονάδα, να τον επισκέπτονται και στο Επισκοπείο, για να του παράσχουν κι εκεί τη βοήθειά τους. Στην εκτίμησή τους αυτή προς το πρόσωπό του συνέβαλε, εκτός των ευγενών αισθημάτων τους, και η γαλήνια μορφή και στάση του ασθενούς. Αντιμετώπιζε άφοβα και με ηρεμία την ασθένειά του, τους πόνους, αλλά και τον θάνατο. Μάλιστα μου είπε κάποια στιγμή: «Παιδί μου, δόξα τω Θεώ. Μπήκαμε στην τελική ευθεία». Οι θεράποντες ιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό, μένοντας έκπληκτοι από την υποταγή και τη συνεργασία με τους γιατρούς του, ομολογούσαν ότι πρώτη φορά έβλεπαν τέτοιο ασθενή.
Η είσοδός του για τελευταία φορά στην Εντατική Μονάδα σήμανε συναγερμό. Άρχισαν να καταφθάνουν στον προ της Εντατικής Μονάδος χώρο πλήθη Λαρισαίων. Επωνύμων και ανωνύμων, κληρικών και λαϊκών. Αλλά και από μακρινά μέρη. Ο συνωστισμός ήταν μεγάλος. Τόσο, που δημιουργούνταν πρόβλημα καθώς ήθελαν όλοι να επισκεφθούν τον αγαπημένο τους Ιεράρχη και να λάβουν την ευχή του. Μεγάλο υπήρξε το ενδιαφέρον για να μεταφερθεί με ελικόπτερο στην Αθήνα, προκειμένου να εισαχθεί σε ειδικευμένο Νοσοκομείο. Αλλά ούτε οι γιατροί από τη Λάρισα, ούτε και ο αδελφός του σεβασμιωτάτου αναλάμβαναν την ευθύνη της μετακίνησης, μια μετακίνηση την οποία και ο Σεβασμιώτατος δεν την ήθελε. Έλεγε χαρακτηριστικά. «Δεν θέλω να με πάτε πουθενά. Θέλω να πεθάνω ανάμεσα στον λαό που με αγάπησε»! Παρέμεινε, λοιπόν, στη Λάρισα.
Κάποια φορά στο Επισκοπείο καλεί κάποιον και του λέγει: «Πάμε, πάμε, καλέ μου φύλακα άγγελε πάμε στον Παράδεισο, παιδί μου. Στον Παράδεισο»!
    Όσο ο Μητροπολίτης Θεολόγος είχε τις αισθήσεις του, δεχόταν καλόκαρδα κάθε επισκέπτη του. Είχε το κουράγιο να συνομιλεί, αλλά και να χαριτολογεί, για να δημιουργεί ευχάριστη ατμόσφαιρα και να ενισχύει εκείνος τους επισκέπτες του. Χωρίς να χάσει τα λογικά ως τη μακάρια τελευτή του, εξέφραζε συνεχώς την επιθυμία του για συνέχιση του πνευματικού έργου της Ιεράς Μητροπόλεως (κατασκηνώσεις, κύκλοι μελέτης Αγίας Γραφής, κήρυγμα κ.ά.).
Τις τελευταίες ημέρες του μηνός Ιουλίου 1996 κατέρρευσε σωματικά. Όμως κανείς δεν πίστεψε ότι φεύγει. Είχαμε συνηθίσει στην ιδέα των συνεχών παλινδρομήσεων της ασθενείας του. Αλλά αυτή η κατάσταση δε μπορούσε να συνεχιστεί τώρα πια. Τις τελευταίες μέρες ήταν ειρηνικός, αφού είχε εξαφανιστεί και ο πόνος του. Δεν μιλούσε καθόλου για πόνο. Ενώ μέχρι τότε, παρά την καλή διάθεση και την μεγάλη του υπομονή, πονούσε. Και ψέλλιζε συνέχεια προσευχές. Την τελευταία φορά καθώς το ασθενοφόρο έπαιρνε το Σεβασμιώτατο από το επισκοπείο για το Γενικό Νοσοκομείο Λαρίσης, στράφηκε και ευλόγησε το επισκοπείο, στο οποίο δεν θα επέστρεφε πλέον, λέγοντας νόημα: «Όχι. Δε φεύγω παιδί μου. Εδώ θα είμαι και θα προσεύχομαι για σας. Όδευε ήρεμα προς το θάνατο. Κι έσβησε σαν πουλί. Σα να έγειρε για ύπνο! Τίποτε εξωτερικά δεν έδειχνε ότι παρέδωσε την αγία του ψυχή στο Θεό. Λίγο πριν το μακάριο τέλος του, ένα παιδάκι που το κρατούσε η μητέρα του στην αγκαλιά, ακούστηκε να φωνάζει στο διάδρομο της Καρδιολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Λαρίσης (έξω από την Εντατική Μονάδα): «Θέλω να πάμε στον παππούλη. Θέλω να πάμε στον παππούλη». Η μητέρα του το μάλωσε, διότι δεν έβλεπε πουθενά κανέναν ιερέα. Αλλά εκείνο επέμεινε φωνάζοντας πιο ζωηρά: «Θέλω να πάμε στον παππούλη». Μπροστά στην επιμονή του μικρού, η μητέρα του βλέποντας να καταφθάνει εκείνη τη στιγμή ένα ιερέα προσπάθησε να τον πλησιάσει. Το παιδί όμως αντέδρασε: «Όχι αυτόν. Τον άλλο θέλω». Τον άλλο θέλω, σου λέω», «ποιόν παιδί μου;» φωνάζει νευριασμένα η μητέρα του, και μετά από λίγο, «Να καλέ αυτόν ήθελα που πηγαίνει στους ουρανούς». Την ώρα εκείνη αστραπές και βροντές αυλάκωναν τον μέχρι τότε ξάστερο ουρανό και δημιουργούσαν μια βιβλική ατμόσφαιρα, ναι ακριβώς την ώρα εκείνη, ο Δεσπότης παρέδιδε το πνεύμα του στο Θεό! Ήταν 11:20μμ της 31ης Ιουλίου 1996
Στις 3.30 πρωινή ώρα της 1ης Αυγούστου 1996 η νεκροφόρα βγαίνει από το Γενικό Νοσοκομείο Λαρίσης με κατεύθυνση το Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλίου. Πέθανε γαληνεμένος, βγάζοντας από το μεγαλείο της ψυχής του και σιγοψιθυρίζοντας τις ευχές του για όσους του στάθηκαν στο πλευρό του και τη συγχώρεση για όσους τον αδίκησαν….
    Για την κοίμηση του Σεβασμιωτάτου η Ιερά Συνόδος αποφάσισε τα εξής:  «Η Ι. Σύνοδος, κατ’ άκραν οικονομίαν και φιλανθρωπίαν ενεργούσα, παρέχει την ευλογίαν, ίνα η εξόδιος ακολουθία ψαλή κατά τα κεκανονισμένα ως εις Αρχιερέα, και διαπέμπει αρμοδίως την παρούσαν ενώπιον της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας προς επικύρωσιν των αποφασισθέντων».
Στις 7 το πρωί του Σαββάτου (3 Αυγούστου 1996) τελείται θεία Λειτουργία, η οποία διαρκεί ως τις 9.40πμ. Στη διάρκειά της υπερπληρώνεται ο ευρύχωρος Μητροπολιτικός ναός κι όλη η γύρω περιοχή του από την αθρόα προσέλευση κληρικών και λαϊκών. Με δυσκολία άνοιξε κάποιος χώρος για τους εκπροσώπους των αρχών.
Η εξόδιος ακολουθία αρχίζει γύρω στις 10:00πμ. με την παρουσία πολλών επισκόπων, κληρικών , μοναχών και όλων των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών.
Στο τέλος της ακολουθίας αναγνώσθηκε σύμφωνα με την επιθυμία του μ.Θεολόγου, τμήμα της απομαγνητοφωνημένης διαθήκης του η οποία  έχει ως εξής:

Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΑΡΙΣΗΣ ΚΥΡΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

    Επισκοπείο Ιεράς Μητροπόλεως Λαρίσης, 19 Ιουλίου 1996 και ώρα 12.45.
Από το κρεβάτι του πόνου. «Χίλιες δόξες να’ χει ο Θεός πάντων ένεκεν. Και θα πω ό,τι θα πω, έχοντας την επίγνωση, ότι είμαι ένας καρκινοπαθής. Θα ήθελα πολύ ο τελευταίος τόπος του σκηνώματός μου να είναι το μοναστήρι μας. Δεν επιμένω όμως. Όχι. Όχι, αν πρόκειται το μοναστήρι να ζημιωθεί, όχι, χίλιες φορές όχι. Απλώς επιθυμία εκφράζω. Στην κηδεία μου, αν αδελφοί επίσκοποι ζητήσουν (να παρευρεθούν), δεν θα αρνηθώ. Δεν θα το ήθελα πολύ, όμως… Ναι. Αν θελήσουν ε! Δεν πειράζει, δεν έχω τίποτα με τους αδελφούς. Γενικά, και με αυτόν τον ίδιο τον κ. Σεραφείμ δεν έχω τίποτα. Τον συγχώρεσα και τον συγχωρώ και προσεύχομαι γι’ αυτόν. Ναι… από τις αρχές του τόπου, εάν θα έλθουν… όμως δεν θα τους καλέσουν. Δεν θα καλέσουν κανέναν (για να μη βρεθούν σε δύσκολη θέση σε σχέση με όσα συμβαίνουν γύρω από το πρόσωπό μου) . Ευχαριστώ τους γονείς μου, τους πνευματικούς μου πατέρας, τους πνευματικούς μου διδασκάλους. Ευχαριστώ τους συνεργάτες μου. Είμαι δέσμιος της αγάπης τους για τη συμπαράστασή τους. Τον λαό του Θεού ευχαριστώ ιδιαιτέρως για την συμπαράστασή του. Όσο έζησα εδώ, μέσα στην αγάπη του έζησα και θεωρώ ευεργετημένο τον εαυτό μου απ’ αυτή τους την αγάπη. Στους πνευματικούς μας συνεργάτες, τους πατέρες μας, όλους ιδιαιτέρως ευχαριστώ. Δόξα σοι ο Θεός. Το ανάστημά μου δεν είναι ότι απέκτησα χρήματα, τα οποία έπρεπε τώρα να σκεφθώ που και πως να τα διαθέσω. Δεν απέκτησα χρήματα. Δεν θα μπορούσα να τα αποκτήσω, έχοντας έντονο μπροστά μου το παράδειγμα του πρώτου ακτήμονα Ιησού Χριστού… ας μην αναζητηθεί λοιπόν πουθενά, μα πουθενά, ούτε οβολός… Στους κυκλάρχες, στις κυκλάρχισσες, στους κατηχητάς και κατηχητρίας αφήνω την αγάπη μου και την ολόθερμη ευχαριστία μου και αν κάνω λάθος, διορθώστε με σε μερικά πράγματα. Δεν ανησυχώ για τον θάνατο. Όχι. Δεν με πειράζει. Για μένα ισχύει το του μακαριστού Μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου: «Το συντομώτερο». Όχι αδιαφορώντας και περιφρονώντας το παρόν. Εσείς γνωρίζετε πόσο πολύ μ’ απασχολούν τα παρόντα και πόσο προσεύχομαι γι’ αυτά. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Σε μια εποχή, που όλοι γκρεμίζουν, δεν πρέπει να σταματήσουν οι πνευματικές προσπάθειες για την κατήχηση των πιστών. Προσπάθειες, που με τόσο κόπο και θυσίες ξεκίνησαν και μόλις άρχισαν να καρποφορούν. Κανείς δεν έχει το δικαίωμα να τις σταματήσει. Πρέπει να συνεχισθούν. Βεβαίως να συνεχισθούν.
Και, τέλος, για την πολυπόθητη Εκκλησία μας, για της οποίας τα τραύματα εσείς ξέρετε πόσο πόνεσα και πόσο κουράστηκα, εύχομαι. «Επί την ασάλευτον, Χριστέ, πέτραν των εντολών σου την Εκκλησίαν σου στερέωσον».
    Για μια ακόμη φορά συγχωρέστε με για όλα. Σε όλους σας αφήνω την ευχή μου, την αγάπη μου και την ολόθερμη ευχαριστία μου.
    Ευχαριστώ πολύ. Καλόν Παράδεισον».

Στις 13.30 το μεσημέρι περίπου τελειώνει η εξόδιος ακολουθία. Μπροστά στον Αγ.Αχίλλιο σχηματίζεται μια μεγάλη πομπή. Προηγείται η Φιλαρμονική του Δήμου, τα πολυπληθή βαρύτιμα στεφάνια, τα εξαπτέρυγα. Ακολουθεί η Μπάντα της 1ης Στρατιάς, νεανίδες των Κατηχητικών Σχολείων της Ιεράς Μητροπόλεως ντυμένες με μπλε φούστες και άσπρες μπλούζες και άλλα παιδιά που τόσο αγαπούσε και τόσο πολύ καμάρωνε ο μακαριστός στις όμορφες εθνικοθρησκευτικές εορταστικές εκδηλώσεις του Επισκοπείου, το τιμητικό άγημα του Στρατού, που ψήθηκε κυριολεκτικά μέσα στον αυγουστιάτικο ήλιο ώσπου να τελειώσει η ακολουθία, αντιπροσωπείες μοναχών και μοναζουσών, η νεκροφόρα, οι επίσημοι. Και πίσω ξεχύνεται η μεγάλη λαοθάλασσα. Το αμέτρητο πλήθος του λαού. Όταν η αρχή της πομπής έφθασε στο χώρο της Εθνικής Τραπέζης, στην κεντρική πλατεία, ο κόσμος βρισκόταν ακόμη στο ύψος του Φρουρίου. Χώρια αυτοί που έφυγαν για να προλάβουν μια θέση στα λεωφορεία ή που ξεκίνησαν με ιδιωτικής χρήσεως αυτοκίνητα για την Κομνήνειο Ιερά Μονή Στομίου, όπου ο ίδιος ο Σεβασμιώτατος εξέφρασε την επιθυμία να ταφεί. Πένθιμος ο ήχος της μοναστηριακής καμπάνας και στον νεόδμητο μοναστηριακό ναό των Αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου τελείται το Τρισάγιο.   Ύστερα, το φέρετρο υψώνεται και μεταφέρεται στον ειδικό σε σχήμα παρεκκλησίου ταφικό θάλαμο και εναποτίθεται το κουρασμένο σώμα του γηραιού Μητροπολίτη, κάτω από τις ιαχές του πλήθους «Άγιος», «Άξιος» και τον αναστάσιμο θριαμβικό παιάνα «Χριστός ανέστη εκ νεκρών …», που επαναλαμβάνεται, ώσπου να τελειώσει η διαδικασία της ταφής και να συρθεί η ταφόπετρα. Από εδώ πλέον ο μακαριστός Μητροπολίτης θα φρουρεί την Ι.Μητρόπολή του και θα πρεσβεύει για όλους και για όλα. Ο Μητροπολίτης της αγάπης και της οδύνης, που τόσο μάτωσε η καρδιά του στη γη. ΑΙΩΝΙΑ ΤΟΥ Η ΜΝΗΜΗ. ΑΣ ΕΧΟΥΜΕ ΤΙΣ ΕΥΧΕΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΙΣ ΠΡΕΣΒΕΙΕΣ ΤΟΥ.

 

Add Comment